Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς. διανεμεται δωρεαν - Xalkiadakis


Δες μόνος σου"! Τα παιδιά πιέζονταν το 'να στ' άλλο, σαν τόσα τριαντάφυλλα, τόσα αγκάθια, ανακατωμένα, κοιτάζοντας προσεκτικά για τον κρυμμένο ήλιο. Έβρεχε για εφτά χρόνια. Χιλιάδες πάνω σε χιλιάδες οι μέρες, ενωμένες και γεμάτες απ' τη μιαν άκρη ως την άλλη με βροχή, με το τυμπάνισμα και τη ροή του νερού, το γλυκό κρυστάλλινο πέσιμο της μπόρας και το ξέσπασμα της καταιγίδας, της τόσο βαριάς, σα παλιρροϊκά κύματα που σκεπάζουν νησιά.

Χίλια δάση είχαν συντριφτεί κάτω απ' τη βροχή και ξαναμεγάλωναν για να συντριφτούν πάλι.

Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς

Αυτός ήταν ο δρόμος της ζωής στον πλανήτη Αφροδίτη κι αυτή ήταν η τάξη των παιδιών των πυραυλανθρώπων που είχαν έρθει σ' ένα τόπο βροχής για να στήσουν τον πολιτισμό και να ζήσουν ως το τέλος της ζωής τους. H Μαργκό έστεκε στο πλάι αυτών των παιδιών που δεν μπορούσαν να θυμηθούν ποτέ έναν καιρό που δεν είχε βροχή και βροχή και βροχή.

Ήταν όλα εννιάχρονα κι αν πριν εφτά χρόνια υπήρξε μέρα, που ο ήλιος βγήκε για μια ώρα κι έδειξε το πρόσωπό του στον κατάπληκτο κόσμο, δε μπορούσαν να την ανακαλέσουν στη μνήμη τους. Μερικές φορές τη νύχτα, τ' άκουγε ν' αναδεύονται στην ανάμνηση κι ήξερε πως ονειρεύονταν και θυμούνταν χρυσάφι ή ένα κίτρινο παστέλ ή ένα νόμισμα, αρκετά μεγάλο για ν' αγοράσουν τον κόσμο.

Ήξερε πως νόμιζαν ότι θυμούνταν μια θέρμη σαν ένα κοκκίνισμα στο πρόσωπο, στο σώμα, σε χέρια και πόδια και στις τρεμάμενες παλάμες.

Μα ύστερα πάντα ξυπνούσαν στο κεντητό τυμπάνισμα, τ' ατελείωτο πέσιμο περιδέραιων από καθαρές χάντρες, στις οροφές, το δρόμο, τους κήπους, τα δάση και τα όνειρά τους χάνονταν. Όλη τη μέρα χθες, είχαν διαβάσει στην τάξη για τον ήλιο. Για το πως ήταν σαν λεμόνι και το πόσο ζεστός.

Κι είχαν γράψει μικρές ιστορίες, εκθέσεις ή ποιήματα Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς αυτόν: Ο ήλιος Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς ένα ανθούλι π' ανθίζει για ένα λεπτούλι Αυτό ήταν το ποίημα της Μαργκό, διαβασμένο με ήσυχη φωνή στην ακίνητη αίθουσα, ενώ έξω έπεφτε βροχή. Αλλ' αυτό ήτανε χτες.

Τώρα η βροχή και τα παιδιά ζουλιούνταν στα παχιά μεγάλα παράθυρα. Στράφηκαν μεταξύ πώς να χάσεις τα περιττά 40 κιλά για μια γυναίκα, σαν πυρετώδικη ρόδα, όλο λόγια.

Η Μαργκό στεκόταν μόνη. Ήταν ένα πολύ λεπτεπίλεπτο κορίτσι που κοίταζε σαν να 'χε χαθεί στη βροχή για χρόνια κι αυτή της ξεθώριασε το γαλάζιο των ματιών της, το κόκκινο από το στόμα και το κίτρινο από τα μαλλιά.

Full text of "Hellenika historika anekdota, "

Ήταν μια παλιά φωτογραφία βγαλμένη από άλμπουμ χλομιασμένη κι αν μιλούσε, η φωνή της θα 'ταν φάντασμα. Τώρα έστεκε χώρια, ατενίζοντας τη βροχή και τον ηχηρό υγρό κόσμο πέρα από το τεράστιο τζάμι.

Η Μαργκό δεν απάντησε. Την έσπρωξε. Όμως αυτή δεν κινήθηκε, μάλλον, αφέθηκε να κινηθεί απ' αυτόν και τίποτα άλλο. Το slabin του από κοντά της, δε θα τη κοίταζαν.

Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς

Τους αισθάνθηκε να φεύγουν μα κι αυτό γινόταν, γιατί δε θα 'παιζε καθόλου μαζί τους στα τούνελ με τον ήχο της υπόγειας πόλης. Αν παίζανε κυνηγητό, ανοιγόκλεινε τα μάτια και δεν τ' ακολουθούσε. Όταν η τάξη έλεγε τραγούδια για την ευτυχία, τη ζωή και τα παιχνίδια, τα χείλια της ίσα που κινούνταν.

Μόνον όταν τραγουδούσαν για τον ήλιο και το καλοκαίρι, τα χείλη της κινούνταν πραγματικά καθώς παρακολουθούσε τα μουσκεμένα παράθυρα. Κι έπειτα βέβαια, το μεγαλύτερο απ' όλα τα εγκλήματα, ήταν πως είχε έρθει από τη Γη μόλις πέντε χρόνια πριν και θυμόταν πως ήταν ο ήλιος κι ο ουρανός, όταν ήταν τεσσάρων στο Οχάιο.

Κι αυτά, είχανε ζήσει όλη τους τη ζωή στην Αφροδίτη, ήτανε μόνο δυο χρόνων όταν βγήκε τελευταία φορά ο ήλιος κι από τότε είχανε Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς και το χρώμα και τη ζέση και το πως πραγματικά ήταν.

Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς

Όμως η Μαργκό θυμόταν. Όμως θυμόταν κι έστεκε ήσυχα στο πλάι ολωνών και παρακολουθούσε τα ζωγραφισμένα παράθυρα. Και κάποτε, ένα μήνα πριν, αρνήθηκε να κάνει ντους στο σχολικό μπάνιο, είχε κλείσει σφιχτά τ' αυτιά της με τα χέρια πάνω απ' το κεφάλι της, ουρλιάζοντας πως το νερό δεν έπρεπε να την αγγίξει.

Έτσι, μετά απ' αυτό θολά, θολά το αισθανόταν, ήταν διαφορετική κι ήξεραν τη διαφορά και την κρατούσαν μακριά. Γινόταν κουβέντα πως ο πατέρας της κι η μητέρα της θα την έπαιρναν πίσω στη Γη τον επόμενο χρόνο, της φαινόταν ζωτικό να το κάνουν, αν και θα σήμαινε την απώλεια χιλιάδων δολαρίων για την οικογένειά της. Κι έτσι τα παιδιά τη μισούσαν για όλους αυτούς τους λόγους, με τις μικρές και μεγάλες συνέπειες.

Μισούσαν το χιονόχλωμο πρόσωπο, τη σταθερή ησυχία της, τη λεπτότητα και το πιθανό της μέλλον. Κι ό,τι περίμενε, βρισκόταν μπροστά της. Τα χείλη της κουνήθηκαν. Χύθηκανε πάνω της, τη πιάσανε και τη μετέφεραν, ενώ διαμαρτυρόταν κι ύστερα παρακαλούσε κι έπειτα έκλαιγε, πίσω σ' ένα τούνελ, ένα δωμάτιο, μια ντουλάπα, που χτύπησαν με δύναμη τη πόρτα και κλείδωσαν.

Σταθήκανε και κοιτάξανε προς τη πόρτα και την είδαν να αδυνάτισμα 600 κιλά απ' το χτύπημά της και το πέταγμα του κορμιού της πάνω. Η βροχή ελάττωσεν ακόμη πιότερο. Συνωστίστηκαν στη τεράστια πόρτα.

Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς

Η βροχή σταμάτησε. Ήταν όπως αν στη μέση ενός φιλμ για χιονοστιβάδα, ανεμοστρόβιλο, τυφώνα, ηφαιστειακή έκρηξη, πρώτο κάτι είχε πάει στραβά με τον ηχητικό εξοπλισμό σβήνοντας και τελικά κόβοντας όλο τον ήχο, όλα τα φυσήματα του αέρα, τις αντηχήσεις, τους κεραυνούς κι έπειτα, δεύτερο, αφαιρέθηκε το φιλμ από τη μηχανή προβολής για ν' Μεσογειακές συνταγές αδυνατίσματος από σλάιντ ειρηνικού τροπικού, που δε κουνιόταν, ούτε τρεμούλιαζε.

Το παγκόσμιο έδαφος, σε μια ακίνητη στάση.

Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς

Η ησυχία ήταν τόσο απέραντη κι απίστευτη, που νόμιζες πως είχαν βουλώσει τ' αφτιά σου ή πως είχες χάσει την ακοή σου ολοκληρωτικά. Τα παιδιά βάλανε τα χέρια στ' αφτιά.

Στέκονταν χωριστά. H πόρτα άνοιξε κι η μυρωδιά του ήρεμου, του αναμένοντος κόσμου, μπήκε μέσα τους. O ήλιος ξεπρόβαλε. Είχε το χρώμα του πυρωμένου χαλκού κι ήταν πολύ μεγάλος.

Ο ουρανός γύρω ήτανε πυρωμένο γαλάζιο πλακάκι. Κι η ζούγκλα, καμένη από το ηλιόφως, όπως τα παιδιά, που ελευθερωμένα από τα ξόρκια τους, ξεχύθηκαν έξω στην άνοιξη. Σταμάτησαν να τρέχουνε και σταθήκανε στη μεγάλη ζούγκλα που κάλυπτε την Αφροδίτη, που μεγάλωσε και ποτέ δε σταμάτησε να επεκτείνεται θυελλώδικα, ακόμη και καθώς τη παρακολουθούσες.

Ήταν μια χταποδοφωλιά που έμπλεκε μεγάλα μπράτσα απ' αγκάθια όμοια με σάρκα, αιωρούμενα, που ανθίζουνε σ' αυτή τη σύντομη άνοιξη. Είχε το χρώμα Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς λάστιχου και της στάχτης αυτή η ζούγκλα, από τα πολλά ανήλιαγα χρόνια. Είχε το χρώμα απ' τις πέτρες, τ' άσπρα τυριά και τη μελάνη, είχε το χρώμα του φεγγαριού. Τα παιδιά απλώθηκαν έξω, γελώντας στο στρώμα της ζούγκλας και τ' ακούσανε να βογκά κάτω τους, ελαστικό και ζωντανό.

Τρέξαν ανάμεσα στα δέντρα, παίξανε κρυφτό, κυνηγητό, μα πιο πολύ, κοιτάζανε με μισοσφάλιστα μάτια τον ήλιο, ώσπου δάκρυα κυλήσανε στα πρόσωπά τους, σηκώνανε τα χέρια ψηλά σ' αυτή τη κιτρινάδα και σ' αυτό το υπέροχο γαλάζωμα, αναπνέανε το φρέσκον αέρα, ακούγανε την ησυχία, που τα περιέκλειε σε μιαν ευλογημένη θάλασσα Ανηχότητας κι Καύση λίπους αποτελεσματικά. Κοιτάζανε τα πάντα και γεύονταν τα πάντα.

Ύστερα, άγρια σα θηρία που το 'σκασαν απ' τις σπηλιές τους, τρέξανε σε ζωηρούς κύκλους. Τρέξανε για μιαν ώρα και δε Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς να τρέχουνε. Κι έπειτα; Καταμεσής εκεί που 'τρεχαν, ένα κορίτσι στρίγγλισε.

Όλοι σταματήσανε. Το κορίτσι, όρθιο στο ξέφωτο, είχε σηκωμένο το χέρι. Αργά, ήρθανε να δούνε Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς ανοιγμένη της παλάμη.

Στο κέντρο της, σα βεντούζα και τεράστια, μια μοναδική σταγόνα βροχής. Γύρισαν ήρεμα τα μάτια στον ουρανό. Μερικές κρύες σταγόνες πέσανε στις μύτες, τα μάγουλα και τα στόματά τους.

Ο ήλιος χλόμιασε πίσω από το σήκωμα της αραιής ομίχλης. Γυρίσανε κι αρχίσανε να περπατούνε πίσω, προς το υπόγειο οίκημα, με τα χέρια κατεβασμένα, τα χαμόγελα χαμένα. Ο θόρυβος ενός κεραυνού τα τρόμαξε και σα φύλλα πριν από καινούριο τυφώνα, συρθήκανε το 'να πάνω στ' άλλο κι έτρεξαν.

Αστραπή χτύπησε δέκα μίλια μακριά, πέντε μίλια μακριά, ένα μίλι, μισό μίλι. Ο αδυνάτισμα σε ισπανική μετάφραση σκοτείνιασε μεσονυχτιάτικος με μια λάμψη. Στάθηκαν στο κατώφλι του υπόγειου για μια στιγμή, μέχρι που 'βρεχε δυνατά. Ύστερα κλείσανε τη πόρτα κι ακούσανε το γιγάντιο ήχο της βροχής να πέφτει σε τόνους και χιονοστιβάδες, παντού και για πάντα. Μετά ένα τους έκλαψε για λίγο. Σταθήκανε, σα κάποιος να τα 'χε καρφώσει σα σωρό παλούκια στο πάτωμα.

Αλληλοκοιταχτήκανε κι ύστερα κοιτάξανε μακριά. Κοιτάξανε τον κόσμο που τώρα έβρεχε κι έβρεχε κι έβρεχε, σταθερά.

ΑΕΙΘΑΛΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑ

Τα πρόσωπά τους ήταν σοβαρά και χλωμά. Κοιτάζανε τα χέρια και τα πόδια τους, με τα μούτρα τους χάμω.

Οι κολόνες σκαλοπατιών καίνε το λίπος της κοιλιάς

Ένα απ' τα κορίτσια είπε: -"Λοιπόν Περπάτησαν αργά κάτω στο χωλ, με τον ήχο της βροχής να πέφτει. Περάσανε το κατώφλι με τον ήχο της καταιγίδας και της βροντής, αστραπή στα μάτια τους γαλάζια και τρομερή. Περπατήσαν αργά στη πόρτα της ντουλάπας και στάθηκαν δίπλα της. Πίσω από τη κλειστή πόρτα, μόνον ησυχία.

Ξεκλείδωσαν τη πόρτα κι αφήσανε τη Μαργκό να βγει.

ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΜΟΝΕΣ (2011)

Ο γέρος σκούπισε με το πανί του το παρμπρίζ του μικρού φορτηγού. Πάντοτε υπάρχει κάτι καινούριο να δεις.

Όταν πρωτόρθα δω πέρσι το χα πάρει απόφαση να μη περιμένω τίποτα, να μη ζητώ τίποτα και να μη με ξαφνιάζει τίποτα. Πρέπει να ξεχάσουμε τη Γη και τη ζωή που ξέραμε κάποτε.

Πρέπει να μας απασχολεί μόνον αυτό που χουμε δω και το πόσο διαφορετικόν είναι. Και μόνο που παρατηρώ τον καιρό είναι μεγάλη διασκέδαση. Είναι ο αρειανός καιρός. Καφτός σα τη κόλαση τη μέρα, παγερός σα τον θάνατο, τη νύχτα.

Είναι διασκέδαση να βλέπεις διαφορετικά λουλούδια, διαφορετική βροχή. Ήρθα στον 'Αρη για να περάσω τα γεράματά μου κι ήθελα να βρω ένα τόπο που το καθετί είναι διαφορετικό. Ένας γέρος έχει ανάγκη από διαφορετικά πράματα, ξέρεις.

Οι νεαροί δε κάνουνε κέφι να κουβεντιάζουνε μαζί του και τους συνομήλικούς του τους βρίσκει φοβερά βαρετούς. Έτσι σκέφτηκα πως το καλύτερο που χα να κάνω ήταν να βρω ένα μέρος όσο πιο διαφορετικό γινόταν, όπου θ' αρκούσε ν' ανοίξω τα μάτια για να δω και κάτι ενδιαφέρον. Αγόρασα τούτο το βενζινάδικο.

διανεμεται δωρεαν - Xalkiadakis

Αν αρχίσει να πέφτει πολλή δουλειά, θα τραβήξω για κανέναν άλλο πιο παλιό δρόμο, που δε θα χει τόση κίνηση, όπου θα μπορώ να βγάζω ίσα-ίσα, όσα χρειάζομαι για να ζω και θα μου μένει χρόνος για ν' απολαμβάνω τα διαφορετικά πράματα που υπάρχουν εδώ".

Ένιωθεν ωραία. Δούλευε σε μιαν από τις νέες αποικίες, δέκα μέρες σερί και δυο σχόλη και τώρα πήγαινε σ' ένα γλέντι. Απλά ρουφώ εμπειρίες. Αν δε μπορείς να δεχτείς τον 'Αρη έτσι όπως είναι, καλύτερα να γυρίσεις στη Γη. Το καθετί είναι τρελό δω πέρα, το χώμα, ο αγέρας, τα κανάλια, οι ιθαγενείς -δεν έχω δει κανέναν ακόμη αλλ' ακούω πως υπάρχουν- ως και τα ρολόγια.

Ακόμη και το δικό μου ρολόι συμπεριφέρεται παράξενα. Ναι, ακόμη κι ο χρόνος είναι τρελός δω πέρα. Έρχονται στιγμές που νιώθω σα να μαι ολομόναχος, δίχως δεύτερη ψυχή σ' όλο τον πλανήτη. Θα βαζα και στοίχημα γι' αυτό. Χριστέ μου, αυτός είναι τόπος για ένα γέρο!

Μου χαρίζει ζωντάνια και με κρατά ευτυχισμένο. Ξέρεις σαν τι μοιάζει ο 'Αρης; Με κάτι που μου κάνανε δώρο κάποια Χριστούγεννα πριν εβδομήντα τόσα χρόνια. Δε ξέρω αν τα χεις δει ποτέ, λέγονταν καλειδοσκόπια. Είχανε χρωματιστά γυαλάκια, χάντρες και δε ξερωτί μες σ' ένα σωλήνα.